- λιπαρότροφος
- λιπαρότροφος1 richly fed
λιπαροτρόφων θυσί[ μή]λων Pae. 12.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λιπαροτρόφων θυσί[ μή]λων Pae. 12.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λιπαρότροφος — λιπαρότροφος, ον (Α) αυτός που τόν έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπός» + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγό τροφος] … Dictionary of Greek
λιπαροτρόφων — λιπαρότροφος richly fed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek